συλλειτουργός

συλλειτουργός
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
κληρικός που τελεί τη Θεία Λειτουργία μαζί με άλλους κληρικούς
μσν.-αρχ.
αυτός που εκτελεί μια δημόσια υπηρεσία μαζί με κάποιον άλλο
αρχ.
συνάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λειτουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλλειτουργός — ο ιερέας που λειτουργεί μαζί με άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ομολείτωρ — ὁμολείτωρ, ορος, ὁ (Α) άτομο που επιτελεί δημόσια υπηρεσία μαζί με άλλους, συλλειτουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + λείτωρ «ιερεύς»] …   Dictionary of Greek

  • συνθύτης — και βοιωτ. τ. συνθύτας και σουνθύτας, ὁ, Α [συνθύω] 1. αυτός που μετέχει σε κοινή θυσία 2. θεωρός* («θεωροὶ οἱ τὰς θυσίας ἀπάγοντες εἰς τὰ κοινὰ ἱερὰ καὶ τὰ μαντεῑα Ἀττικοί, θεαταὶ ἤ συνθύται Ἕλληνες», Μοιρ.) 3. ιερέας και συλλειτουργός («οἱ… …   Dictionary of Greek

  • συνιερουργός — ὁ, Μ [ιερουργός] συλλειτουργός …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՇՏՕՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0599 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. συλλειτουργός, γῶν comminister, socius in ministerio, coadjutor. Կցորդ կամ ընկեր ʼի պաշտաման. *Պաշտօնակիցս նոցա կատարեալ զմերս քահանայապետութիւն. Դիոն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՊԱՍԱՒՈՐԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0737 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 9c Տ. Պաշտօնակից. συλλειτουργός, ων. *Քեւ զուարճանան դասք իմանալի՝ հոգեղինացն զինուորութիւնքն, սպասաւորակից մարմնաւոր ընծայեալ զքեզ տեսանել: Նաեւ զօրութիւնք երկնայինք սքանչանային ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”